διάστρεμμα

διάστρεμμα
το
το στραμπούληγμα, η εξάρθρωση: Έπαθε διάστρεμμα και δε θα αγωνιστεί σ’ αυτόν τον αγώνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διάστρεμμα — το (AM διάστρεμμα) [διαστρέφω] βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι») μσν. διαφωνία || αρχ. μσν. διαστρεβλωμένο πρόβλημα ή ζήτημα («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • διαστρέμματα — διάστρεμμα wrench neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • δημοκηδής — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Κρότωνα. Επειδή ήρθε σε προστριβή με τον πατέρα του Καλλιφώνα, επίσης γιατρό, κατέφυγε στην Αίγινα όπου του δόθηκε το αξίωμα του δημόσιου γιατρού. Ύστερα από τρία χρόνια πήγε στην Αθήνα, αλλά μετά… …   Dictionary of Greek

  • διάταση — Φυσική ή τεχνητή διεύρυνση ενός ανοίγματος ή μιας σωληνοειδούς δομής του σώματος. Ονομάζεται επίσης και διαστολή (βλ. λ.). δ. μυών τενόντων. Τάση των μυών και των τενόντων τους πέρα από τα φυσικά όρια της αντοχής τους, λόγω ξαφνικής έντονης… …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρωση — η (Α ἐξάρθρωσις) [εξαρθρώνω] εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση τής αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα νεοελλ. λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση …   Dictionary of Greek

  • κατάκλαση — η (Α κατάκλασις) [κατακλώ] 1. θραύση σε τεμάχια, τσάκισμα 2. θλάση και διασκόρπιση φωτός ή ήχου 3. διάστρεμμα 4. φρ. «ὄμματος κατάκλασις» στραβισμός …   Dictionary of Greek

  • λουμπάγκο — Πόνος στο κάτω μέρος της πλάτης που συνοδεύεται από δυσκαμψία, δυσκινησία και μυϊκό σπασμό. Είναι αιφνιδιαστικός και οξύς και εισβάλλει, όταν ο ασθενής λυγίζει τη μέση του, σηκώνει βάρος ή εκτίθεται σε υγρασία και κρύο. Συνήθως οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… …   Dictionary of Greek

  • νευροκαβαλίκεμα — η κοινή ονομασία που δηλώνει α) τη μετατόπιση ή αναδίπλωση τών μυών ή τών τενόντων και το διάστρεμμα τών αρθρώσεων που προκαλείται από αυτήν β) τη φλεγμονή ή ρήξη τού τένοντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”